Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Η χώρα των θαυμάτων

Μάθαμε να ντυνόμαστε το σκοτάδι και να οικειοποιούμαστε την προστασία του.
Αυτό γιατί το φως της μέρας ξέσκιζε τα εύθραυστα όνειρά μας.
Με τον καιρό βρήκαμε τρόπους να τα μπαλώνουμε με αλλόκοτα υφάσματα και χρωματιστές κλωστές.
Δεν ταίριαζαν με τον μονόχρωμο κόσμο σας και μας κυνηγήσατε.
Κρυφτήκαμε σε αταξίδευτα μέρη και χώρες χαμένες στο χρόνο.
Ζήσαμε έτσι για κάμποσο καιρό ευτυχισμένοι.
Τα γέλια μας τις νύχτες ανέβαιναν στον κόσμο σας και ανάψαν φλόγες επανάστασης.
Στείλατε δράκους και μάγισσες στα παραμύθια που σκαρώναμε μα κάθε φορά τρέχαμε πιο γρήγορα από σελίδα σε σελίδα,
στήνοντας παγίδες και ψιθυρίζοντας ξόρκια.
Ποτέ δεν ήταν εύκολο και πάντα μας τρόμαζε η καταιγίδα.
Ζαρώναμε όταν ακούγαμε την ανάσα σας στους ώμους μας,
τρέμαμε μην μας ματώσουν οι γυαλιστερές σας λεπίδες.
Με κάθε χτύπημα πεισμώναμε περισσότερο
και χωρίς να το καταλάβουμε κάθε φορά που πέφταμε σηκωνόμασταν.
Κάπως έτσι φτάσαμε ως εδώ.
Σε δυσθεώρητα ύψη, σε μια ιδανική πραγματικότητα.
Δε μας χαρίστηκε. Δεν απλώθηκε απλόχερα μπροστά μας.
Τη χτίσαμε με υλικά από τους κομματιασμένους εαυτούς μας.
Τίποτα δεν έδειχνε να ταιριάζει, μα όλα βρήκαν το δρόμο τους.
Ενώθηκαν και η φαντασία άμβλυνε της διαφορές τους.
Δημιουργώντας έναν τέλειο κόσμο, ανοιχτό σε όποιον ελπίζει.
Γιατί όλα είναι δυνατά για όσους ρισκάρουν.
Στη χώρα αυτή των θαυμάτων τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Να το θυμάσαι αυτό όταν σου λένε πως χάσαμε.
Ό,τι είναι εδώ μέσα, κανείς δεν μπορεί να το κλέψει.
Τα θαύματα ανήκουν αποκλειστικά στους ονειροπόλους.





Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Η πρώτη του Μάη

-Γιατί περιμέναμε να νυχτώσει;
Η γαλήνη της μαγιάτικης νύχτας -της πρώτης νύχτας του Μάη- σπάει με αυτές του τις λέξεις. Ο ουρανός είναι καθαρός και ένα φεγγάρι από ασήμι έχει πάρει τη θέση του ανάμεσα στα αμέτρητα άστρα. Το είδωλό του γλιστρά από τον ουρανό, καθρεπτίζεται στην αρυτίδωτη θάλασσα, βουτά ως τον πυθμένα της και βρίσκει εκεί ακόμη μια θέση, ανάμεσα σε μυστικά ανείπωτα και ιστορίες ξεχασμένες που λέγονται με λόγια ψιθυριστά.
 Δεν του απάντησε, μόνο χαμογέλασε. Τα βήματά της στην άμμο είναι μικρά και προσεκτικά. Τα γυμνά της πόδια αφήνουν μια σειρά από υγρά χνάρια που χάνονται στο βάθος πίσω τους. Κρατά ένα στεφάνι πλεγμένο με λουλούδια και φύλλα. Λεπτό και εύθραυστο, έτοιμο να σκορπίσει με ένα φύσημα του ανέμου. Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά το φεγγάρι. Ύστερα κλείνει τα μάτια και στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται η ικανοποίηση.
-Άνθρωποι όπως εγώ βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι της νύχτας.
Την κοίταξε κάπως σαστισμένος. Δεν υπάρχει τίποτα το σκοτεινό πάνω της.
-Το φως της μέρας κάνει τα σχήματα και τις μορφές αγνές, καθαρές. Τα περιγράμματα και οι αντιθέσεις,  η διακριτότητα κάθε χρώματος μέσα στο φάσμα του. Οι εκφράσεις των προσώπων, οι κινήσεις τους όλα μοιάζουν ξεκάθαρα. Τόσο ξεκάθαρα, που ο καθένας μπορεί να τα αλλοιώσει, να τα μπερδέψει. Τη νύχτα όμως όλοι μένουμε γυμνοί, τυλιγμένοι από τους πιο σκοτεινούς φόβους και τις πιο βαθιές μας επιθυμίες. Είναι τυχεροί όσοι δε φοβούνται την νύχτα.
 Κάθισε στην άμμο και άρχισε να αφήσει τους κόκκους να περνούν μέσα από τα δάκτυλά της ξανά και ξανά. Κάθισα δίπλα της χωρίς να πει κάτι. Κοιτούσε μόνο τα δάκτυλα εκείνα, που όργωναν ξανά και ξανά με ηρεμία και επιμονή το ίδιο σημείο και φαντάστηκε ένα πράσινο μίσχο να ξεπροβάλλει δειλά, να αναπτύσσεται και να αρχίσει να ανεβαίνει και να ελίσσεται. Να ανθίζει σε εκατομμύρια μικροσκοπικά ανθάκια τυλιγμένα στο πιο λεπτό και μεθυστικό άρωμα της άνοιξης. Να ανεβαίνει τόσο, που να αρχίζει να αγκαλιάζει τα από βαμβάκι σύννεφα. Διορθώνει τη σκέψη του. "Δεν έχει σύννεφα απόψε, τα λεπτεπίλεπτα φύλλα θα ανέβουν στα άστρα και θα τα αφήσουν να κρεμαστούν από πάνω τους" Πώς δεν το έχει σκεφτεί νωρίτερα; Όλα εκείνα τα άστρα κρέμονταν με ασημένιες κλωστές από το αόρατο φυτό που γεννούσαν τα ακροδάκτυλά της.
 Η φωνή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
 - Η νύχτα...  Τη νύχτα όλοι είμαστε ίσοι. Δίπλα στον καθένα, μπορείς να δεις σαν άγγελο ή σα δαίμονα  ότι κουβαλά μέσα του. Να δεις να δακρύζει με ειλικρίνεια ό,τι θεωρούσες στο φως της ημέρας πιο ακέραιο. Ξέρεις, τίποτα δε μπορεί να κρυφτεί τη νύχτα. Φτιάξε ένα τέλειο πύργο στο φως της μέρας και ταμπουρώσου μέσα. Μάντεψε! Τη ΄νυχτα κάθε μικρή ρωγμή θα φωσφορίζει χλομά. Μέσα στις σκιές μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας. Το παιδί που θέλει να γελάσει με την καρδιά του, ο άνθρωπος που θέλει να ερωτευτεί, να δώσει και να μην κρατήσει τίποτα. Αν τη νύχτα είσαι καλά, αν δε σε τρομάζει η αυγή που έρχεται είσαι ευτυχισμένος.
Συνέχισε με το ίδιο πάθος που μιλούσε όλα αυτά τα λεπτά.
 -Το μοβ που ντύνεται ο ουρανός για να υποδεχτεί τη νύχτα, είναι το πιο ερωτικό χρώμα. Ακόμη και ο τρόπος που φτιάχνεται. Κόκκινο και μπλε. Θηλυκό και αρσενικό. Ζεστασιά και ψύχος. Το ένα μέσα στο άλλο, ανακατεμένα, κουβάρι. Είναι ένα κάλεσμα με τον τρόπο του. Ο έρωτας και η περίεργη φύση του. Τυχεροί όσοι μπορούν να ανατριχιάζουν τα ηλιοβασιλέματα και να νιώθουν τις νύχτες. Είτε μέσα στην ολοκλήρωση είτε στην απουσία της ο βασικός άξονας είναι να μπορείς να νιώσεις, να αισθανθείς. Πραγματικά δυστυχισμένος είναι ο συναισθηματικά αδρανής.
 Σηκώθηκε και έκανε έναν παιχνιδιάρικο κύκλο γύρω του τείνοντας του το χέρι της για να σηκωθεί ενώ συνέχισε να μιλά.
 -Τόσο όμορφο βράδυ και μίλησα για απουσία και μη ολοκλήρωση. Ξέρεις όμως, κάποιες φορές ακόμη και τα ημιτελή πράγματα έχουν μια αρχέγονη γοητεία. Δε μιλώ για τις νοσηρές καταστάσεις που χτίζονται με τόσα 'αν' που αν τα βάλεις στη σειρά θα κυκλώσουν το φεγγάρι. Μιλώ για όλες εκείνες τις μετέωρες κορυφώσεις που ακριβώς επειδή έμειναν μετέωρες είναι αμόλυντες από την συνήθεια και την ίδια την πραγματικότητα. Το ιδανικό είναι μόνο στα όνειρά μας, σε ότι αγγίξαμε μα δεν μπορούμε να πιάσουμε. Αυτή η γλυκόπικρη γεύση, που όμως όσο και αν κάποιες φορές είναι αφόρητη, καθορίζει πολλά πράγματα που δε θα ήμασταν ικανοί να γνωρίζουμε. Ούτε καν να φανταστούμε. 
 Δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε το τι του έλεγε, μα ένοιωθε πως όσο περνούσε η ώρα η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά. Στην πραγματικότητα δεν είχε συναίσθηση καν του τι γινόταν. Ήταν σα να πρωταγωνιστούσε ένα πολύ σημαντικό γεγονός που θα άλλαζε τον κόσμο του, μα δεν ήξερε ποιο ήταν αυτό. Την κοίταξε στα μάτια. Σα να το ήξερε από πάντα, ήταν μια μάγισσα. Με ένα ξόρκι θα μπορούσε να τον κάνει να την υμνεί για πάντα. Δεν τον ένοιαζε όμως αυτό. Το μόνο που τον τρόμαζε ήταν μην τον αναγκάσει σε κάποια εξορία μακριά της. Τη φαντάστηκε με ραβδί τυλιγμένη σε καπνούς να τον κοιτά απειλητικά και μέτρησε τις τελευταίες στιγμές πριν την υποταγή του.
 Η φωνή της τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
 - Ξέρεις, δε θα είμαι πάντα εδώ.
Το αίμα ξαφνικά σταμάτησε και η καρδιά του άρχισε να σφυροκοπά με τους χτύπους της το μυαλό του.
-Δε θα είμαι εδώ για πάντα. Δε θα είμαι εδώ καν για πολύ. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω το πόσο, ούτε το για πόσο. Μπορώ να μιλήσω για το παρελθόν. Τότε ήταν πολύ και για πολύ. Μη βιαστείς να πεις ότι σε τιμωρώ. Δε μπορώ να ορίσω τον εαυτό μου πλέον. Όταν είπα να έρθουμε εδώ, εδώ που άρχισαν όλα, αποφάσισα να γδύσω μπροστά σου την ψυχή μου. Μπορεί πλέον να μη σου φαίνεται ελκυστική, μα αυτή είναι. Και δε θα σου πω τι θα γίνει απόψε. Θα σε απογοητεύσω σε αυτό. Δες ψηλά. Μαγεία. Μπορούν να συμβούν τα πάντα απόψε. Πάντα έτσι θα είναι. Πάντα όλα θα είναι δυνατά, τα αδύνατα είναι για τους ρεαλιστές τους βολεμένους σε μια άχρωμη πραγματικότητα. Δεν θα σου ζητήσω να έρθεις καν μαζί τώρα που θα φύγω. Ούτε τώρα ούτε καμία άλλη φορά. Ούτε θα σου κλείσω το δρόμο πίσω σου. Στην πραγματικότητα δεν έχω πια κάτι να σου προσφέρω. Έχω μόνο να σου ζητήσω κάτι, για αν οι δρόμοι μας πότε γίνουν ευθείες παράλληλες και χαθούμε. Να χαμογελάς.
Δεν της απάντησε. Απλά έσφιξε το χέρι της που ακόμη κρατούσε.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Αστάθμητος παράγοντας

Ζωή κανονικοποιημένη με τρόπο προβλέψιμο.
Το ξέρω καλά, δεν ταιριάζει η ταινία αυτή σε μένα.
Ζυγίζοντας καταστάσεις και υπολογίζοντας πιθανοτικά ενδεχόμενα.
Μετρώντας πράξεις και συνέπειες.
Δράσεις και αντιδράσεις.
Μια ατέρμονη προσπάθεια για τον έλεγχο όλων.
Για να μη σαστίσω, να μη βρεθώ προ εκπλήξεως, να μην απογοητευθώ.
Ύπουλη και αλάνθαστη η διαίσθηση μου ή πολύ προβλέψιμος ο κόσμος;
Μελέτησα καιρό το σύμπαν μου μέσα από ένα εύθραυστο τηλεσκόπιο.
Μοναχικοί πλανήτες, λευκοί νάνοι και ερυθροί γίγαντες, διάττοντες αστέρες.
Δορυφόροι και αφέντες, φαντασμαγορικές εκρήξεις, μαγικές μα ανούσιες.
Θεμελίωσα νόμους και απέδειξα θεωρήματα.
Αποκυήματα μιας απελπισμένης προσπάθειας να προστατευτώ προβλέποντας το μέλλον.
Διερευνώντας κάθε παράγοντα σε ένα απίστευτα ασταθές σύστημα.
Έχτισα με κόπο μια κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία τίποτα δε μπορεί να με ξαφνιάσει.
Αποκομμένη από τους άλλους, αποστασιοποιημένη μάντευα τις κινήσεις τους.
Χαρούμενη για την κλειστότητα του συστήματος μου, στο τέλος κάθισα να θαυμάσω το δημιούργημά μου.
Μα είχα ξεχάσει έναν αστάθμητο παράγοντα.
Εμένα.
Μια οντότητα  τόσο οικεία και συνάμα ξένη, απείθαρχη σε κάθε αρχή και νόμο που έχτισα.
Με ένα της νεύμα άρχισε να γκρεμίζει το οικοδόμημα, ενώ της χαμογελούσα.
 

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Ελεύθερη

Κόσμε, καλό σου βράδυ.
Τ' αστέρια λάμπουν, σκεπάζουν έναν απέραντο φόβο με κουβέρτες από ασημένια σκόνη.
Κόσμε, απόψε τρέμω.
Η αυγή μπορεί να βρει εδώ διάφανο το είδωλό μου.
Κόσμε, δε θέλω να σε τρομάξω.
Μα το κενό μέσα μου γίνεται δίνη.
Κόσμε, φοβάμαι.
Τι λάμψη είναι είναι αυτή πάνω στο λαιμό μου;
Που με οδηγούν με αστάθεια τα βήματα μου;
Κόσμε, να θυμάσαι.
Απόψε είμαι ελεύθερη.



Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Εκείνοι που φεύγουν

Μεγαλώνουμε.
Είναι που κουράστηκα να βλέπω ανθρώπους να φεύγουν.
Οριστικά και αμετάκλητα.
Χωρίς να ξέρεις πότε είναι τα τελευταία λεπτά.
Χωρίς να μπορέσεις να πεις διάφορες αλήθειες.
Ένα ευχαριστώ. Ένα φιλί. ένα γαμώτο.
Χάνοντας μια ζωή που έζησαν και δεν έζησαν.
Ακροβατώντας ανάμεσα σε επιθυμίες και φόβους.
Η ζωή τους ένα τεντωμένο σχοινί που από κάτω του χάσκει ένα κουρελιασμένο δίχτυ.
Προσποιητή ασφάλεια σε μια ανασφαλή ζωή.
Φοβάμαι τους ανθρώπους εκείνους που φεύγουν όπως έζησαν.
Ήσυχα.
Κάποια νύχτα ήρεμη που ο απλός κόσμος κοιμάται.
Φορτωμένοι μια φωτιές και ανησυχίες ενός πνεύματος τεχνηέντως ναρκωμένου.
Γιατί το εδώ ήταν μικρό και ανώριμο για να τους δεχτεί.
Επαναστάσεις ασφυκτιούσαν πάνω σε μαξιλάρια.
Εξεγέρσεις εντός των τειχών που πνίγονταν ως το ξημέρωμα.
Την ίδια ώρα που εγώ κάθε βράδυ μπαίνω μέσα στα δικά μου όνειρα.
Για να ξεφύγω από έναν κόσμο που δε μπορώ να αντέξω.
Βυθισμένη σε έναν ύπνο που μπορούν να συμβούν τα πάντα.
Μεγαλώνω.
Τρέφοντας μια φαντασία που κάποια μέρα δε θα μπορώ να στηρίξω.



Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Πληγωμένη άνοιξη

Διασχίζω το χωράφι με τα κατάλευκα άνθη.
Φορώ το ίδιο φόρεμα με εκείνη τη νύχτα που έθαψα τα όνειρά μου στην άμμο.
Στο πέρασμά μου τα λουλούδια γίνονται κόκκινα.
Μη φοβάσαι. Δε θα πεθάνω.
Είμαι πια ανάμνηση και οι αναμνήσεις δεν πεθαίνουν.
Μόνο αιμοραγούν και πονάνε.
Η θάλασσα εκεί που τελειώνουν αυτά που μπορώ να δω έχει το ίδιο χρώμα με εκείνο το πρωινό.
Ένα χρώμα που έκανα μέρες να τολμήσω να αντικρίσω κατάματα, αλλά έβγαλε ρίζες στα μάτια μου και δε μπορώ να ξεχάσω.
Μα τη θάλασσα μου την κλέψανε και δεν έχω κάτι δικό μου.
Περίμενα την άνοιξη μέσα στο γκρίζο του χειμώνα.
Τι ειρωνεία!
Αυτή τη νύχτα που είναι εδώ χιονίζει ακόμη και στην κόλαση.
Χάνοντας τον δρόμο μου μέσα στις νιφάδες,
έμαθα να μη σε περιμένω και να μην περιμένω. 
Κάπως έτσι η άνοιξη, πληγωμένη θανάσιμα έχασε το νόημα της.
Εξατμίστηκε με έναν αναστεναγμό κάτω από τις πρώτες ηλιαχτίδες.
Καρτερώντας μέσα στο τόσο σκοτάδι τόσο καιρό,
εκείνη την πρώτη στιγμή φοβήθηκε το άγγιγμά τους
και ξεψύχησε τρέμοντας ανάμεσα στα θερμά τους δάκτυλα.
Και το φόρεμά μου -στολισμένο ακόμη με κόκκους άμμου-
σέρνεται ανάμεσα στα αιματοβαμμένα πέταλα,
καθώς προχωράω για να φύγω από το φάντασμα που με στοιχειώνει.
Γιατί η άνοιξη είναι ένα διάφανο είδωλο και η θάλασσα δεν είναι τώρα δική μου.
Προχωράω χωρίς σχέδιο και χάρτη.
Κόντρα στον άνεμο και τα θέλω που μου ουρλιάζουν να μείνω.
Ήσυχα και αθόρυβα χωρίς κατάρτια και μεγάλα πανιά.
Χωρίς πυξίδα, αφού ο προορισμός είναι απαγορευμένος.
Χωρίς φωνές, κλάματα και παρακάλια, για να μη χαλάσω τα όνειρά σου και σε τρομάξω.
Μόνο όταν φτάσω πολύ μακριά
και ο κόσμος μπορεί να χωρέσει σε ένα τρεμόπαιγμα τον ματιών μου,
θα ψιθυρίσω στον άνεμο όλα όσα θυμάμαι.
Για να ανακατέψει τις λέξεις μου στα μαλλιά σου ένα πρωί
και να με δεις -για μια μόνο στιγμή- όπως ποτέ δε με είδες.
Όπως ποτέ δε σε άφησα να με δεις.
Μη φοβηθείς και μη με αναζητήσεις.
Θα έχω χαθεί στο πιο γλυκό μου όνειρο, εκεί που πάντα είναι άνοιξη.
Θα είμαι ανάμνηση και οι αναμνήσεις δεν πεθαίνουν.
Θα ζωντανεύω με κάθε σου χαμόγελο.
Αυτή θέλω να είναι η μόνη μου εκδίκηση.



Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

7 χρόνια και 5 μέρες

 7 χρόνια και 5 μέρες. Πέντε και επτά, αριθμοί πρώτοι.
 Ο καιρός κυλά απελπιστικά γρήγορα. Η ζωή προχωρά, καινούρια πράγματα συμβαίνουν κάθε μέρα, όλα και όλοι μας αλλάζουμε σιγά σιγά.
 Ξέρεις, δεν στο είπα ποτέ, μα ένα μεγάλο μέρος μου χτίστηκε από σένα. Θα το έβλεπες σίγουρα, μα είναι αλλιώς να λες κάτι. Είναι τελικά άσχημο να μη λες πράγματα νομίζοντας πως θα μπορείς να το κάνεις και στο μέλλον και ήταν πολλά αυτά που θα έλεγα να είχα την ευκαιρία. Ειδικά τώρα, που μεγαλώνοντας με μαθαίνω και μαθαίνω τον κόσμο και τους ανθρώπους καλύτερα.
 Είμαι ευαίσθητη λένε. Υπερβολικά. Και συναισθηματική. Πολύ. Σου έμοιασα μάλλον σε αυτό. Θυμάμαι κάποιες μεγάλες συζητήσεις, τότε που άρχισα να μεγαλώνω. Με καταλάβαινες και σε καταλάβαινα. Με εμπιστευόσουν και εγώ με τη σειρά μου μπορούσα να σου πω τα πάντα. Σπάνια χρειαζόμασταν ερωτήσεις και οι απαντήσεις κάποιες φορές ήταν περιττές. ΄Οπως είναι κάθε συζήτηση με κάποιον που σε νιώθει. Ακόμη και στις υπερβολές μου όταν ήμουν μικρή. Όπως τότε που ήθελα εκείνο το αρκούδι ελεφαντάκι, μόνο και μόνο γιατί ήταν σε κλουβί, για να το βγάλω έξω. Το πήραμε και όντως το έβγαλα και κλείδωσα το κλουβί άδειο και το έκρυψα. Νομίζω πως κανείς άλλος δε θα καταλάβαινε πως δεν ήταν γιατί ήθελα καινούριο παιχνίδι. Είχα αρκετά ελεφαντάκια και αν όντως ήθελα άλλο υπήρχαν πολύ πιο όμορφα.
 Με έμαθες να αγαπώ το διάβασμα. Τα καλοκαιρινά βράδια διαβάζαμε μαζί στη βεράντα. Συνήθως κάτι τελείως διαφορετικό η καθεμιά μα πάντα διαβάζαμε. Υπήρχαν παντού βιβλία στο σπίτι. Θυμάμαι να μου διαβάζεις από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τα βράδια ήθελα ακόμη ένα παραμύθι. Τότε που δε μπορούσα να πω τη λέξη "Ρουμπελστινσκι". Αγανακτούσες μα μου διάβαζες κι άλλο.
 Το γούστο μας στη μουσική μοιάζει επίσης. Θυμάμαι τα αγαπημένα σου τραγούδια. Έχω ξεχάσει μόνο αν από τους Modern Talking σου άρεσε περισσότερο ο ξανθός ή ο μελαχρινός. Έχω βέβαια μια θεωρία, αλλά μπορώ να υπερασπιστώ εξίσου και τις δύο θέσεις.
 Στη ζωγραφική ήσουν καλύτερη από εμένα, αλλά πιστεύω ότι την αγάπησα βλέποντας όσα ζωγράφιζες. Όπως έμαθα από σένα να έχω διέξοδο στο να γράφω. Πολλές φορές μου διάβαζες όσα έγραφες και ήμουν η μόνη που τα γνώριζα, σαν ένα κοινό μυστικό. Δε μπόρεσα μόνο να τα φέρω εδώ. Είναι για μένα ακόμη πολύ δύσκολο, γιατί κάθε φορά που τα διαβάζω βουλιάζω. Θα καταλάβαινες τι εννοώ, το ξέρω.
 Θυμάμαι ακόμη τα αγαπημένα σου πράγματα. Το καφέ σημειωματάριο με το πράσινο ύφασμα με τις λευκές βούλες στο τελείωμα. Το αγαπημένο σου δαχτυλίδι που αν και υποστήριζα πως είχες άλλα πιο όμορφα δεν το άλλαζες με κανένα. Η αγαπημένη σου σειρά, ο "'Αγιος". Τόσες λεπτομέρειες που ανακαλώ τώρα μα τότε δεν είχα καν προσέξει τότε σαν κάτι σημαντικό.
 Διαφωνούσαμε για χαζά πράγματα. Σου άρεσαν τα απαλά χρώματα στα νύχια και απογοητευόσουν που τα έβαφα μαύρα. Ήσουν τακτική και εγώ σκόρπιζα το χάος στο πέρασμά μου. Δεν έτρωγα λαχανικά ενώ εσένα σου άρεσαν, μα μου έκανες το χατήρι να μην τα μαγειρεύεις συχνά.
 Με έμαθες να νοιάζομαι για όσους αγαπάω, πολλές φορές πιο πολύ και από όσο νοιάζομαι για μένα. Μου έδειξες πως τα συναισθήματα είναι για να τα ζεις όποιο και αν είναι το τίμημα. Μα πιο πολύ με δίδαξες να σκέφτομαι ελεύθερα. "Ελευθερία στις ψυχές μας" είχες ζωγραφίσει κάποτε. Δεν το έβλεπα τότε, μα ακόμη και αν πάντα ήσουν τόσο ήρεμη, ότι επαναστατικό έχω το πήρα από σένα. Είχες ανήσυχο πνεύμα μα γαλήνιο περιτύλιγμα. Μόνο το άγχος σου σε σταματούσε. Εκείνος ο απροσδιόριστος φόβος που ένιωθες τα πρωινά. Δεν καταλάβαινα τότε. Μακάρι να καταλάβαινα.
 Εκείνο το βράδυ, επτά χρόνια και πέντε μέρες πριν έδωσα μια υπόσχεση. Μέχρι τώρα την κρατώ. Δεν το έβαλα ποτέ κάτω όπως και να ήρθαν τα πράγματα και κατάφερα διάφορα. Στις σχέσεις μου, κάθε είδους έμαθα να δίνω και όχι να ζητάω. Έκανα φίλους, ερωτεύτηκα και μερικές φορές έφαγα τα μούτρα μου μα πάντα ήμουν ειλικρινής.  Ρίσκαρα και έμαθα να προσπαθώ ακόμη και όταν κάτι μοιάζει χαμένη υπόθεση. Ξέρω πως θα χαιρόσουν, ακόμη και αν δεν ξέρω πως με φανταζόσουν σε αυτή την ηλικία. Νομίζω όμως πως θα ήμουν η κόρη που θα ήθελες να έχεις.  Μέσα από τη ζωή σου μου έδειξες ποια πράγματα είναι σημαντικά και ποια όχι για να είναι κανείς ευτυχισμένος. Και εγώ υποσχέθηκα να τα κάνω. Είναι περίεργο, γιατί ακόμη και τις φορές κάτι πάει άσχημα, νιώθω πως ζω. 
 Ακόμη και αυτή τη στιγμή, που είμαι τόσο μπερδεμένη για πολλά θέματα, και άλλο τόσο σίγουρη για κάποια άλλα  που πιθανόν να αποδειχτούν λάθος χειρισμοί και επιλογές, ξέρω πως δε θα με έκρινες ούτε θα προσπαθούσες να μου αλλάξεις γνώμη. Άλλωστε, ποτέ δε θα με συμβούλευες να πορευθώ με βάση τη λογική και μόνο. Και είναι ενθαρρυντικό να ξέρεις πως κάποιος θα επικροτούσε τις επιλογές σου ακόμη και αν δεν είναι εδώ για να στο πει.

Συνθήκες

Συνθήκη.
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού. 
Η συνθήκη της Λοζάνης.
Οι συνθήκες διεξαγωγής του πειράματος.
Τα κατά συνθήκη ψεύδη. 
Ικανή και αναγκαία συνθήκη.
Μια ολόκληρη ζωή υπό συνθήκες. 
Μια θάλασσα από νόρμες και κύματα περιορισμών.
Η κομψή συνθήκη ισορροπίας στη μηχανική, σε αντιδιαστολή με τη συνθήκη ανισορροπίας της ζωής μας.
Χρόνια τώρα βαρέθηκα αυτό το παραμύθι. 
Τι θα κάνουμε, πότε και πως.
Τι θα πούμε, πότε και πως.
Ποιόν θα αγαπήσουμε και για τι θα αγωνιστούμε. 
Τι έχουμε και τι πραγματικά θέλουμε. 
Καταπιεσμένες σκέψεις, προσεγμένα λόγια και  διαλυμένα όνειρα.
Απωθημένα στοιβαγμένα κάτω από τα μαξιλάρια που σφίγγουμε τις νύχτες.
Τα ποτίζουμε και μεγαλώνουν στο σκοτάδι, τα αγκαλιάζουμε στα όνειρά μας και το πρωί,
δειλά από το φόβου το αποχωρισμού και πιο αποφασιστικά μετά,
τα σπρώχνουμε ξανά προσεχτικά κάτω από το μαξιλάρι για να μη φανούν.
Μην τα δει το φως, δεν ταιριάζουν σε όσα υπαγορεύουν οι συνθήκες που φτιάξαμε.
Μέχρι το επόμενο σκοτάδι.
Βαρέθηκα.
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία.
Κουράστηκα.
Μη δει τις πραγματικές σκέψεις μας η ανατολή και τις πετρώσει.
Μάθαμε πλέον να ζούμε στον κόσμο των ονείρων.
Εκεί οι συνθήκες ακόμη παραβιάζονται.
Και ίσως κάποια μέρα, δε φοβηθούμε τις πρώτες ακτίνες,
και μάθουμε των τρόπο για το πως σε αυτό τον κόσμο,
δε θα είμαστε υπό συνθήκη ευτυχισμένοι.







Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Τολμών

Αλγοριθμικά.
Με το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και ξανά το ίδιο.
Περνούσαν τα μέτρα και τα χιλιόμετρα.
Τα δέντρα έφευγαν από δίπλα του προχωρώντας πίσω.
Και ύστερα το ίδιο τα βουνά και οι χώρες.
Ήλιος και βροχή, χαλάζι και αέρας.
Νερό, άμμος πέτρα και σκόνη.
Προχωρούσε ευθεία χωρίς να κοιτά πίσω.
Φοβόταν μη γίνει άγαλμα όπως τόσοι και τόσοι.
Μη μείνει στο ίδιο μέρος δέσμιος του πάντοτε και του ποτέ.
Εκεί που οι αλυσίδες τρίζουν από τη συνήθεια και σκουριάζουν από την ανία.
Στο μέρος που οι νύχτες δεν έχουν πυροτεχνήματα και ξεθωριάζουν πεθαίνοντας το ξημέρωμα,
θυσία σε μια αυγή χωρίς κόκκινο.
Δεν ήξερε που πάει, μονάχα προχωρούσε.
Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια.
Τα μαλλιά του άσπρισαν και το πρόσωπό του άλλαξε.
Μόνο τα μάτια του έμειναν ίδια να θυμίζουν πως ήταν εκείνος που τόλμησε.
Κέρδισε, έχασε κανείς δεν έμαθε.
Μα ήταν εκείνος ο μόνος που τόλμησε.


Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Αρχή

Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω.
Την ώρα που το ρολόι χτυπούσε δώδεκα
ο κόσμος όλος γκρεμιζόταν συθέμελα.
Περπατούσα, ενώ πίσω μου βυθίζονταν γέφυρες
και κατέρρεαν ουρανοξύστες.

Καμπάνες χτυπούσαν για τελευταία φορά,
πριν βυθιστούν για πάντα στην άβυσσο.
Ένας κεραυνός έπεσε και χτύπησε το δέντρο
που με τα κλαδιά του σκέπαζε όλη την οικουμένη.
Τα σκοτεινά κλαδιά του λαμπάδιασαν σαν πυροτεχνήματα
στο κέντρο του ολοκληρωτικού χαλασμού.
Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω.
Μονάχα προχωρούσα.
Τα πόδια μου βυθίζονταν στο χώμα,
σαν η πόλη να θέλει να με καταπιεί
ώστε να μείνω παντοτινός δέσμιος της.
Το χορτάρι τυλιγόταν στα πόδια μου για να με ρίξει
μα εγώ πεισματικά προχωρούσα.
Ο κόσμος αυτός έπρεπε να σβήσει.
Τώρα.
Με θόρυβο και σκόνη, όπως γεννήθηκε.
Χωρίς αναβολές και ενδοιασμούς.
Μονάχα έτσι, ίσως αύριο ένα λουλούδι φυτρώσει στα χαλάσματα.
Τότε θα γυρίσω.
Θα χτίσω το Σύμπαν από την αρχή.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Αν...

Ημίφως. Χαμηλωμένα φώτα και μια ζάλη περίεργη.
Η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τα τόσα στριμωγμένα ερωτηματικά.
Τα κοιτώ από το κρεβάτι να φέρνουν βόλτες σα σκιές από πάνω μου, γύρω μου, μέσα μου.
Πόση ευτυχία χωρά σε πέντε λεπτά και πως η μοναξιά ζητά όλο το χρόνο του κόσμου.
Και όμως.
Θα μάζευα τις σιωπές, θα τις έκλεινα σε γυάλινα μπουκάλια και θα τις έδινα στα κύματα.
Κάθε νύχτα θα άναβα ένα ένα τα αστέρια μη χαθείς, και θα κοίμιζα τους δράκους με παραμύθια.
Θα περπατούσα μέσα στα όνειρα στις μύτες των ποδιών μου γιατί -όλοι το ξέρουν- τα όνειρα είναι εύθραυστα και εύκολα διαλύονται.
Θα έκαιγα κάθε αμφιβολία και θα χόρευα στη στάχτη της.
Θα άνοιγα δρόμους και θα έκανα τα βουνά στην άκρη για να μην υπάρχει χώρος να κρυφτεί ο φόβος.
Αν το ζητούσες θα έβαφα τον ασπρόμαυρο κόσμο με χρώματα που δεν υπήρξαν ποτέ και κανείς άλλος δε θα έβλεπε.
Αν...
Η πραγματικότητα όμως διαφέρει.
Ξεπερνά τη φαντασία με τη σκληρότητά της.
Οι μέρες διαδέχονται τις νύχτες και οι νύχτες τις μέρες.
Κύκλοι πάνω σε κύκλους, του συναντιούνται και χάνονται ξανά, γιατί χωρίς χέρια μπορούν μόνο να κυλούν και δεν αγκαλιάζονται ποτέ.
Ξανά και πάλι. Από την αρχή.
Και στα σκοτάδια της νύχτας απελευθερώνονται οι πιο ιερές και ανίερες σκέψεις.
Γιατί τη μέρα το φως του ήλιου είναι ψεύτικο και υποκριτικό και δε μπορούν να χαραμίσουν.
Τις κρατώ μια μία σε ένα συρτάρι και καμία φορά κάνω πως ξεχνάω που έχω το κλειδί.
Υποκρίνομαι πως τις αγνοώ.
Μα ο μεγαλύτερος φόβος μου, είναι μην κάποια μέρα τις χάσω.
Γιατί είναι ότι απέμενε ζωντανό, σε μια πραγματικότητα που ζητά να πουλήσεις την ψυχή σου.
Όμως οι ψυχές είναι για να χαρίζονται.
Δε ζήτησες τίποτα.
Ήθελα να δώσω τα πάντα.
Την άφησα κουβάρι, γυμνή στα πόδια σου με ευλάβεια και χάθηκα στη νύχτα.






Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Φόβος

 Έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις.
 Καταλαβαίνεις αμέσως τι είναι, αλλά σε έχει πιάσει στον ύπνο που λένε. Αυτός είναι και ο κρυμμένος άσσος στο μανίκι για να κερδίσει. Μόλις δείξει την ταυτότητά του, θυμάσαι μια προς μια όλες τις προηγούμενες φορές.
 Νιώθεις να μην έχεις ανάσα. Πνίγεσαι. Όλα μαυρίζουν. Δε μπορείς να φωνάξεις. Τα χέρια αρχίζουν και μουδιάζουν και κλειδώνουν σε μια απόκοσμη θέση. Το μούδιασμα προχωρά. Μουδίαζουν τα πόδια, τα μάγουλα και το κεφάλι. Δε μπορείς να κουνηθείς, να μιλήσεις, να φωνάξεις. Προσπαθείς να μιλήσεις μα βγαίνουν μόνο περίεργοι ήχοι και όσοι βρίσκονται γύρω κοιτούν με απορία. Προσπαθείς να σκεφτείς πως δε συμβαίνει τίποτα και όλα είναι στο μυαλό. Οι άλλοι προσπαθούν να λυγίσουν τα χέρια σου. Ο πόνος είναι τέτοιος που νομίζεις σου σπάνε τα κόκαλα.
 Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι προανέφερα. Είναι ο φόβος. Ένας φόβος πρωτόγονος και ωμός. Φόβος που δεν πυροδοτήθηκε από κάποια προφανή αιτία αλλά επισκιάζει τα πάντα και δε σε αφήνει να σκεφτείς λογικά. Δάκρυα αρχίζουν να κυλούν, μέχρι που γίνονται απελπισμένο κλάμα. Ο φόβος συνεχίζει να σε καθηλώνει και να σε διαλύει, χωρίς να μπορείς να σκεφτείς λογικά. Νομίζεις πως πεθαίνεις αλλά ξέρεις πώς κάτι τέτοια δε συμβαίνει. Τρελαίνεσαι; Και έπειτα η χειρότερη από όλες τις ερωτήσεις: Γιατί δε μπορώ να το αντιμετωπίσω; Είναι η στιγμή που ο τρόμος σε έχει κυριολεκτικά αγκαλιάσει και ρουφά από μέσα σου τις τελευταίες λογικές σκέψεις.
 Σε λίγη ώρα όλα θα ηρεμήσουν. Μα ο φόβος ότι θα ξανασυμβεί και ίσως πάλι δεν το χειριστείς είναι ζωντανός.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Αγώνας δρόμου

Ξαφνικά κοιτάς τριγύρω σου και δε βρίσκεται κανείς. Είναι σαν να τρέχεις σε έναν αγώνα δρόμου σε ένα στάδιο κατάμεστο. Και ξαφνικά οι φωνές παύουν, οι κερκίδες αδειάζουν και εσύ τρέχεις τώρα μόνος. Δεν υπάρχει αντίπαλος. Μόνο ο εαυτός σου που σε κοιτά από μια γωνιά και κουνά το κεφάλι. Οι κινήσεις είναι μηχανικές. Ξέρεις πως αυτός εκεί που βλέπεις να κάνει κύκλους και τόσο σου μοιάζει, στην πραγματικότητα δεν είσαι εσύ. Ή τουλάχιστον δεν ήσουν εσύ πριν λίγο καιρό. Συνεχίζει να τρέχεις , όχι γιατί έχεις να ξεπεράσεις κάποιον, μα μονάχα γιατί πρέπει να τερματίσεις. Το να φτάσεις στο τέρμα είναι μια εσωτερική επιτακτική ανάγκη ισοδύναμη με ζήτημα ζωής και θανάτου. Κάτι σαν αγώνας πνευματικής και ψυχικής επιβίωσης. Μια κόκκινη κορδέλα σηματοδοτεί το τέρμα. Βρίσκεται εκεί, ξεκάθαρη μα τόσο θολή ταυτόχρονα, τόσο κοντά και τόσο μακριά, όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο. Τη βλέπεις από μακριά, μα ξέρεις πως θα αργήσεις να την αγγίξεις, να την κόψεις. Όχι γιατί δε μπορείς. Μπορείς να το κάνεις. Αλλά κάπου  βαθιά μέσα σου δε θέλεις γιατί συνεχίζεις να  ελπίζεις. Υπάρχει κάτι άλλο, κάτι πέρα από την λεπτή κόκκινη μεταξένια γραμμή. Κάτι το οποίο έχει ουσία, ακόμη και αν ακόμα δεν ξέρεις τη μορφή του, ακόμη και αν δεν ξέρεις πότε θα έρθει. Υπάρχει κάτι Άλλο πέρα από αυτό, που βρίσκεται εκεί και περιμένει. Και όσο συμβαίνει αυτό, τα πράγματα είναι ανέλπιστα καλά, γιατί αξίζει να προσπαθείς, αξίζει να ζεις.

 Συνεχίζεις να τρέχεις. Μα πλέον πια δεν είσαι μόνος. Χιλιάδες άνθρωποι τρέχουν πλάι σου αλλά όχι μαζί σου. Γιατί ο καθένας ψάχνει κάτι το διαφορετικό. Κάποιοι ξέρουν τι, άλλοι πάλι όχι. Μα δεν έχει μεγάλη σημασία. Όταν θέλεις να βρεις κάτι, αργά η γρήγορα θα το βρεις. Κάπου δίπλα σου, ή χιλιόμετρα μακριά σου. Κρυμμένο βαθιά στην άμμο, ή ακουμπισμένο ξεκάθαρα μπροστά σου. Αρκεί να πιστεύεις ότι θα το βρεις, ότι κάπου υπάρχει και περιμένει καρτερικά. Χρειάζεται μόνο να παλέψεις για να το βρεις. Γιατί, ίσως τελικά το μυστικό δεν είναι να φτάσεις στην κόκκινη γραμμή. Ο καθένας μπορεί. Το τι απέκτησες μέχρι να φτάσεις στο τέλος είναι η ουσία. Μέσα σε αυτό το περίεργο γήπεδο, δεν παίρνεις ό,τι θέλεις. Αποκτάς μονάχα, ό,τι πάλεψες για αυτό.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Κομμάτια

Ολόκληρο σαν όνειρο.
Σαν το φεγγάρι που κρύβεται απόψε άρρωστο πίσω από τα κουρελιασμένα -σαν τις σκέψεις μου- σύννεφα.
Να βουλιάζει και να χάνεται σε μια θάλασσα από ασήμι και καπνό.
Να ξαναβγαίνει για λίγο και να χάνεται και πάλι, πεισματικά αρνούμενο να αφήσει τον αέναο κύκλο του.
Χωρίς να ξέρω τη διαδρομή, ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης, όχι για να ξεφύγω
μα για να μπω βαθύτερα στην αίθουσα του θρόνου, στα άδυτα των συνειρμών.
Αναζητώντας την ιέρεια του δικού μου Ναού που χρόνια τώρα μουρμουρίζει στα τυφλά χρησμούς ακατάληπτους,
σκοντάφτω σε κάθε λογής απομεινάρια ενός ανελέητου ξεδιαλέγματος.
Ενθύμια μιας προηγούμενης διάστασης, άτακτα γκρεμισμένης και θαμμένης σε αιώνες σκόνης.
Κορνιαχτός που έκατσε στα ρούχα, το πρόσωπο και τα μαλλιά μου, πέτρωσε και δημιούργησε μια Άλλη.
Κάθε βήμα στο σκοτάδι λίγα εκατοστά ακόμη πιο κοντά στο χάος.
Κάθε βήμα, ακόμη μια προσπάθεια να βρω την τάξη.
Ψάχνω εδώ μέσα στους λαβύρινθους που η ίδια παράλληλα χτίζω, τα κομμάτια μου.
Ξέχασα να φτιάξω ένα χάρτη και να τα σημαδέψω.
Έτσι και αλλιώς πάει καιρός που έχασα το μέτρημα και οι αριθμοί μοιάζουν χίμαιρες πεινασμένες.
Κομμάτια που γυαλίζουν εύθραυστα και φοβισμένα ανάμεσα στη στάχτη από τη φωτιά της προσμονής, που δεν σβήνει μα πάντα σιγοκαίει.
Ανάμεσα σε πέτρες και χώματα, συντρίμμια των μεγάλων πόθων.
Εκεί που οι δυνάμεις της φύσης συναντιούνται και μάχονται προσπαθώντας να αγκαλιαστούν, σε ένα σφικτό κουβάρι που πονά και τρέμει.
Χωμένα βαθιά στις ρωγμές που άφησαν τα ανεκπλήρωτα όνειρα, κουλουριασμένα στη σκιά της μνήμης.
Μιας μνήμης Σκύλλας, που πάντα ξυπνά τις νύχτες και έρχεται στον ύπνο, θυμίζοντας τις λέξεις που κάθε πρωί τρίβω με ευλάβεια από το μαυροπίνακα.
Χαράζοντάς τες πιο βαθιά και καθαρά, αφήνοντας σημάδια που είναι ορατά και διάφανα συνάμα.
Σημάδια που γίνονται κηλίδες, μεγαλώνουν και πνίγουν τα πάντα.
Σα λαίμαργες σταγόνες που κρύβουν το οπτικό πεδίο, καθώς η ακτίνα τους μεγαλώνει.
Κρύβουν τον κόσμο, κρύβουν το φως, τα πάντα.
Μένουν για λίγο μετέωρες ανάμεσα σε ύπαρξη και ανυπαρξία και μετά πέφτουν για να συναντήσουν το τέλος τους σπάζοντας στο κρύο δάπεδο.
Μετουσιώνονται σε νέα κομμάτια, πιο μικρά και πιο δύσκολο να βρεθούν.
Γιατί ο κόσμος είναι μεγάλος, ο λαβύρινθος σκοτεινός και η ιέρεια του Ναού μου, χρόνια τώρα τυφλή, ψάχνει με τα χέρια της στους κρύους τοίχους για ένα δρόμο.
Εκκληπαρώντας ξανά για το φως, ξέχασε χρόνια τώρα χρησμούς και προφητείες. 
Και συνεχίζω να χτίζω και να γκρεμίζω τοίχους.
Να ψάχνω τα κομμάτια μου μέσα στη σκόνη και τις ρωγμές.
Με ένα διαρκή φόβο πως θα γίνουν περισσότερα ενώ το μέγεθός τους θα μειώνεται ξέφρενα.
Με τον φόβο, που σκόνη και αυτά κάποια μέρα, δε θα μπορούν να σχηματίσουν κάτι ολόκληρο.

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Πριν ανατείλει

"Φοβήθηκες;"
 Τα χέρια του έτρεμαν σαν να πάγωνε από κάποιον ανύπαρκτο βοριά, και ας ήταν η λαύρα τής καλοκαιρινής νύχτας αφόρητη. Καθόταν σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι και αν και η λάμψη από το τσιγάρο του δεν ήταν αρκετή για να δει το πρόσωπό του, ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα σε ένα σταθερό σημείο κοντά στα πόδια του. Σαν να είχε γίνει το σημείο αυτό το κέντρο του κόσμου. Ενός κόσμου που γκρεμιζόταν με θόρυβο, καθώς τα σαθρά του θεμέλια δεν μπορούσαν πλέον να τον βαστάζουν. Όλα έπεφταν σαν κομμάτια από ντόμινο και αυτό το σημείο ήταν το τελευταίο της πραγματικότητας που του απέμενε για να κρατηθεί και να συρθεί έξω από αυτήν.
"Φοβήθηκες;" τον ξαναρώτησε.
 Στάχτη έπεσε στο έδαφος από την κάφτρα του τσιγάρου. Σήκωσε το βλέμμα του. Τα μάτια του άστραψαν στο σκοτάδι. Δε μίλησε, μόνο χαμογέλασε και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο σημείο εκείνο, κάπου κοντά στα πόδια του.
"Θα μπορούσες να είχες..." ξεκίνησε πάλι να λέει.
"Χάσαμε! Το καταλαβαίνεις; Χάσαμε!" Ξέσπασε γελώντας. "Χάσαμε, από αύριο το πρωί όλα θα είναι διαφορετικά. Ο ήλιος θα ανατείλει πάνω από τις πολυκατοικίες όπως κάθε μέρα, αλλά δε θα είναι δικός μας. Ο κόσμος θα ξυπνήσει χωρίς να ξέρει πως οι τελευταίες του ελπίδες πέθαναν απόψε. Οι άνθρωποι πλέον θα κοιμούνται και θα ξυπνούν χωρίς να έχουν κάτι να περιμένουν. Θα ζουν, μα θα είναι χειρότερα και από νεκροί." Συνέχισε να γελά υστερικά. "Θα ζουν απλά. Δε θα ελπίζουν, δε θα ονειρεύονται, δε θα έχουν τίποτα δικό τους. Μέχρι και οι σκέψεις, δε θα είναι δικές μας. Μα τι λέω. Δε θα υπάρχουν σκέψεις..."
 Έχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Γελούσε ακόμη; Όχι, έκλαιγε με αναφιλητά. Πότε δεν τον είχε ξανακούσει να κλαίει.
"Δε θα υπάρχουν σκέψεις. Δε θα υπάρχουν συναισθήματα. Ιδέες. Ιδανικά, Δε θα υπάρχει τίποτα αληθινό, μόνο επιτεύγματα και έργα. Ο κόσμος θα κοιμηθεί. Θα είναι ένας ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, χωρίς τέλος. Όλοι θα ζουν γονατιστοί, μα δε θα το ξέρουν. Δε θα ξέρουν τίποτα. Και κάποτε, μαζί με τους γέρους θα πεθάνει κάθε σπίθα επανάστασης. Η λέξη αυτή θα σβηστεί. Κανείς δε θα ναι λεύτερος." Σώπασε για λίγο και είπε ψιθυριστά σα να μιλούσε στον εαυτό του: "Δε φοβήθηκα. Τώρα φοβάμαι."
Δεν ξαναμίλησαν ως το ξημέρωμα. Ήταν μια αυγή περίεργη, κόκκινη σα να τιμά τα γεγονότα της περασμένης νύχτας και συννεφιασμένη σαν τις μέρες που θα έρχονταν.