Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Φόβος

 Έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις.
 Καταλαβαίνεις αμέσως τι είναι, αλλά σε έχει πιάσει στον ύπνο που λένε. Αυτός είναι και ο κρυμμένος άσσος στο μανίκι για να κερδίσει. Μόλις δείξει την ταυτότητά του, θυμάσαι μια προς μια όλες τις προηγούμενες φορές.
 Νιώθεις να μην έχεις ανάσα. Πνίγεσαι. Όλα μαυρίζουν. Δε μπορείς να φωνάξεις. Τα χέρια αρχίζουν και μουδιάζουν και κλειδώνουν σε μια απόκοσμη θέση. Το μούδιασμα προχωρά. Μουδίαζουν τα πόδια, τα μάγουλα και το κεφάλι. Δε μπορείς να κουνηθείς, να μιλήσεις, να φωνάξεις. Προσπαθείς να μιλήσεις μα βγαίνουν μόνο περίεργοι ήχοι και όσοι βρίσκονται γύρω κοιτούν με απορία. Προσπαθείς να σκεφτείς πως δε συμβαίνει τίποτα και όλα είναι στο μυαλό. Οι άλλοι προσπαθούν να λυγίσουν τα χέρια σου. Ο πόνος είναι τέτοιος που νομίζεις σου σπάνε τα κόκαλα.
 Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι προανέφερα. Είναι ο φόβος. Ένας φόβος πρωτόγονος και ωμός. Φόβος που δεν πυροδοτήθηκε από κάποια προφανή αιτία αλλά επισκιάζει τα πάντα και δε σε αφήνει να σκεφτείς λογικά. Δάκρυα αρχίζουν να κυλούν, μέχρι που γίνονται απελπισμένο κλάμα. Ο φόβος συνεχίζει να σε καθηλώνει και να σε διαλύει, χωρίς να μπορείς να σκεφτείς λογικά. Νομίζεις πως πεθαίνεις αλλά ξέρεις πώς κάτι τέτοια δε συμβαίνει. Τρελαίνεσαι; Και έπειτα η χειρότερη από όλες τις ερωτήσεις: Γιατί δε μπορώ να το αντιμετωπίσω; Είναι η στιγμή που ο τρόμος σε έχει κυριολεκτικά αγκαλιάσει και ρουφά από μέσα σου τις τελευταίες λογικές σκέψεις.
 Σε λίγη ώρα όλα θα ηρεμήσουν. Μα ο φόβος ότι θα ξανασυμβεί και ίσως πάλι δεν το χειριστείς είναι ζωντανός.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Αγώνας δρόμου

Ξαφνικά κοιτάς τριγύρω σου και δε βρίσκεται κανείς. Είναι σαν να τρέχεις σε έναν αγώνα δρόμου σε ένα στάδιο κατάμεστο. Και ξαφνικά οι φωνές παύουν, οι κερκίδες αδειάζουν και εσύ τρέχεις τώρα μόνος. Δεν υπάρχει αντίπαλος. Μόνο ο εαυτός σου που σε κοιτά από μια γωνιά και κουνά το κεφάλι. Οι κινήσεις είναι μηχανικές. Ξέρεις πως αυτός εκεί που βλέπεις να κάνει κύκλους και τόσο σου μοιάζει, στην πραγματικότητα δεν είσαι εσύ. Ή τουλάχιστον δεν ήσουν εσύ πριν λίγο καιρό. Συνεχίζει να τρέχεις , όχι γιατί έχεις να ξεπεράσεις κάποιον, μα μονάχα γιατί πρέπει να τερματίσεις. Το να φτάσεις στο τέρμα είναι μια εσωτερική επιτακτική ανάγκη ισοδύναμη με ζήτημα ζωής και θανάτου. Κάτι σαν αγώνας πνευματικής και ψυχικής επιβίωσης. Μια κόκκινη κορδέλα σηματοδοτεί το τέρμα. Βρίσκεται εκεί, ξεκάθαρη μα τόσο θολή ταυτόχρονα, τόσο κοντά και τόσο μακριά, όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο. Τη βλέπεις από μακριά, μα ξέρεις πως θα αργήσεις να την αγγίξεις, να την κόψεις. Όχι γιατί δε μπορείς. Μπορείς να το κάνεις. Αλλά κάπου  βαθιά μέσα σου δε θέλεις γιατί συνεχίζεις να  ελπίζεις. Υπάρχει κάτι άλλο, κάτι πέρα από την λεπτή κόκκινη μεταξένια γραμμή. Κάτι το οποίο έχει ουσία, ακόμη και αν ακόμα δεν ξέρεις τη μορφή του, ακόμη και αν δεν ξέρεις πότε θα έρθει. Υπάρχει κάτι Άλλο πέρα από αυτό, που βρίσκεται εκεί και περιμένει. Και όσο συμβαίνει αυτό, τα πράγματα είναι ανέλπιστα καλά, γιατί αξίζει να προσπαθείς, αξίζει να ζεις.

 Συνεχίζεις να τρέχεις. Μα πλέον πια δεν είσαι μόνος. Χιλιάδες άνθρωποι τρέχουν πλάι σου αλλά όχι μαζί σου. Γιατί ο καθένας ψάχνει κάτι το διαφορετικό. Κάποιοι ξέρουν τι, άλλοι πάλι όχι. Μα δεν έχει μεγάλη σημασία. Όταν θέλεις να βρεις κάτι, αργά η γρήγορα θα το βρεις. Κάπου δίπλα σου, ή χιλιόμετρα μακριά σου. Κρυμμένο βαθιά στην άμμο, ή ακουμπισμένο ξεκάθαρα μπροστά σου. Αρκεί να πιστεύεις ότι θα το βρεις, ότι κάπου υπάρχει και περιμένει καρτερικά. Χρειάζεται μόνο να παλέψεις για να το βρεις. Γιατί, ίσως τελικά το μυστικό δεν είναι να φτάσεις στην κόκκινη γραμμή. Ο καθένας μπορεί. Το τι απέκτησες μέχρι να φτάσεις στο τέλος είναι η ουσία. Μέσα σε αυτό το περίεργο γήπεδο, δεν παίρνεις ό,τι θέλεις. Αποκτάς μονάχα, ό,τι πάλεψες για αυτό.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Κομμάτια

Ολόκληρο σαν όνειρο.
Σαν το φεγγάρι που κρύβεται απόψε άρρωστο πίσω από τα κουρελιασμένα -σαν τις σκέψεις μου- σύννεφα.
Να βουλιάζει και να χάνεται σε μια θάλασσα από ασήμι και καπνό.
Να ξαναβγαίνει για λίγο και να χάνεται και πάλι, πεισματικά αρνούμενο να αφήσει τον αέναο κύκλο του.
Χωρίς να ξέρω τη διαδρομή, ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης, όχι για να ξεφύγω
μα για να μπω βαθύτερα στην αίθουσα του θρόνου, στα άδυτα των συνειρμών.
Αναζητώντας την ιέρεια του δικού μου Ναού που χρόνια τώρα μουρμουρίζει στα τυφλά χρησμούς ακατάληπτους,
σκοντάφτω σε κάθε λογής απομεινάρια ενός ανελέητου ξεδιαλέγματος.
Ενθύμια μιας προηγούμενης διάστασης, άτακτα γκρεμισμένης και θαμμένης σε αιώνες σκόνης.
Κορνιαχτός που έκατσε στα ρούχα, το πρόσωπο και τα μαλλιά μου, πέτρωσε και δημιούργησε μια Άλλη.
Κάθε βήμα στο σκοτάδι λίγα εκατοστά ακόμη πιο κοντά στο χάος.
Κάθε βήμα, ακόμη μια προσπάθεια να βρω την τάξη.
Ψάχνω εδώ μέσα στους λαβύρινθους που η ίδια παράλληλα χτίζω, τα κομμάτια μου.
Ξέχασα να φτιάξω ένα χάρτη και να τα σημαδέψω.
Έτσι και αλλιώς πάει καιρός που έχασα το μέτρημα και οι αριθμοί μοιάζουν χίμαιρες πεινασμένες.
Κομμάτια που γυαλίζουν εύθραυστα και φοβισμένα ανάμεσα στη στάχτη από τη φωτιά της προσμονής, που δεν σβήνει μα πάντα σιγοκαίει.
Ανάμεσα σε πέτρες και χώματα, συντρίμμια των μεγάλων πόθων.
Εκεί που οι δυνάμεις της φύσης συναντιούνται και μάχονται προσπαθώντας να αγκαλιαστούν, σε ένα σφικτό κουβάρι που πονά και τρέμει.
Χωμένα βαθιά στις ρωγμές που άφησαν τα ανεκπλήρωτα όνειρα, κουλουριασμένα στη σκιά της μνήμης.
Μιας μνήμης Σκύλλας, που πάντα ξυπνά τις νύχτες και έρχεται στον ύπνο, θυμίζοντας τις λέξεις που κάθε πρωί τρίβω με ευλάβεια από το μαυροπίνακα.
Χαράζοντάς τες πιο βαθιά και καθαρά, αφήνοντας σημάδια που είναι ορατά και διάφανα συνάμα.
Σημάδια που γίνονται κηλίδες, μεγαλώνουν και πνίγουν τα πάντα.
Σα λαίμαργες σταγόνες που κρύβουν το οπτικό πεδίο, καθώς η ακτίνα τους μεγαλώνει.
Κρύβουν τον κόσμο, κρύβουν το φως, τα πάντα.
Μένουν για λίγο μετέωρες ανάμεσα σε ύπαρξη και ανυπαρξία και μετά πέφτουν για να συναντήσουν το τέλος τους σπάζοντας στο κρύο δάπεδο.
Μετουσιώνονται σε νέα κομμάτια, πιο μικρά και πιο δύσκολο να βρεθούν.
Γιατί ο κόσμος είναι μεγάλος, ο λαβύρινθος σκοτεινός και η ιέρεια του Ναού μου, χρόνια τώρα τυφλή, ψάχνει με τα χέρια της στους κρύους τοίχους για ένα δρόμο.
Εκκληπαρώντας ξανά για το φως, ξέχασε χρόνια τώρα χρησμούς και προφητείες. 
Και συνεχίζω να χτίζω και να γκρεμίζω τοίχους.
Να ψάχνω τα κομμάτια μου μέσα στη σκόνη και τις ρωγμές.
Με ένα διαρκή φόβο πως θα γίνουν περισσότερα ενώ το μέγεθός τους θα μειώνεται ξέφρενα.
Με τον φόβο, που σκόνη και αυτά κάποια μέρα, δε θα μπορούν να σχηματίσουν κάτι ολόκληρο.

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Πριν ανατείλει

"Φοβήθηκες;"
 Τα χέρια του έτρεμαν σαν να πάγωνε από κάποιον ανύπαρκτο βοριά, και ας ήταν η λαύρα τής καλοκαιρινής νύχτας αφόρητη. Καθόταν σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι και αν και η λάμψη από το τσιγάρο του δεν ήταν αρκετή για να δει το πρόσωπό του, ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα σε ένα σταθερό σημείο κοντά στα πόδια του. Σαν να είχε γίνει το σημείο αυτό το κέντρο του κόσμου. Ενός κόσμου που γκρεμιζόταν με θόρυβο, καθώς τα σαθρά του θεμέλια δεν μπορούσαν πλέον να τον βαστάζουν. Όλα έπεφταν σαν κομμάτια από ντόμινο και αυτό το σημείο ήταν το τελευταίο της πραγματικότητας που του απέμενε για να κρατηθεί και να συρθεί έξω από αυτήν.
"Φοβήθηκες;" τον ξαναρώτησε.
 Στάχτη έπεσε στο έδαφος από την κάφτρα του τσιγάρου. Σήκωσε το βλέμμα του. Τα μάτια του άστραψαν στο σκοτάδι. Δε μίλησε, μόνο χαμογέλασε και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο σημείο εκείνο, κάπου κοντά στα πόδια του.
"Θα μπορούσες να είχες..." ξεκίνησε πάλι να λέει.
"Χάσαμε! Το καταλαβαίνεις; Χάσαμε!" Ξέσπασε γελώντας. "Χάσαμε, από αύριο το πρωί όλα θα είναι διαφορετικά. Ο ήλιος θα ανατείλει πάνω από τις πολυκατοικίες όπως κάθε μέρα, αλλά δε θα είναι δικός μας. Ο κόσμος θα ξυπνήσει χωρίς να ξέρει πως οι τελευταίες του ελπίδες πέθαναν απόψε. Οι άνθρωποι πλέον θα κοιμούνται και θα ξυπνούν χωρίς να έχουν κάτι να περιμένουν. Θα ζουν, μα θα είναι χειρότερα και από νεκροί." Συνέχισε να γελά υστερικά. "Θα ζουν απλά. Δε θα ελπίζουν, δε θα ονειρεύονται, δε θα έχουν τίποτα δικό τους. Μέχρι και οι σκέψεις, δε θα είναι δικές μας. Μα τι λέω. Δε θα υπάρχουν σκέψεις..."
 Έχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Γελούσε ακόμη; Όχι, έκλαιγε με αναφιλητά. Πότε δεν τον είχε ξανακούσει να κλαίει.
"Δε θα υπάρχουν σκέψεις. Δε θα υπάρχουν συναισθήματα. Ιδέες. Ιδανικά, Δε θα υπάρχει τίποτα αληθινό, μόνο επιτεύγματα και έργα. Ο κόσμος θα κοιμηθεί. Θα είναι ένας ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, χωρίς τέλος. Όλοι θα ζουν γονατιστοί, μα δε θα το ξέρουν. Δε θα ξέρουν τίποτα. Και κάποτε, μαζί με τους γέρους θα πεθάνει κάθε σπίθα επανάστασης. Η λέξη αυτή θα σβηστεί. Κανείς δε θα ναι λεύτερος." Σώπασε για λίγο και είπε ψιθυριστά σα να μιλούσε στον εαυτό του: "Δε φοβήθηκα. Τώρα φοβάμαι."
Δεν ξαναμίλησαν ως το ξημέρωμα. Ήταν μια αυγή περίεργη, κόκκινη σα να τιμά τα γεγονότα της περασμένης νύχτας και συννεφιασμένη σαν τις μέρες που θα έρχονταν.