Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

7 χρόνια και 5 μέρες

 7 χρόνια και 5 μέρες. Πέντε και επτά, αριθμοί πρώτοι.
 Ο καιρός κυλά απελπιστικά γρήγορα. Η ζωή προχωρά, καινούρια πράγματα συμβαίνουν κάθε μέρα, όλα και όλοι μας αλλάζουμε σιγά σιγά.
 Ξέρεις, δεν στο είπα ποτέ, μα ένα μεγάλο μέρος μου χτίστηκε από σένα. Θα το έβλεπες σίγουρα, μα είναι αλλιώς να λες κάτι. Είναι τελικά άσχημο να μη λες πράγματα νομίζοντας πως θα μπορείς να το κάνεις και στο μέλλον και ήταν πολλά αυτά που θα έλεγα να είχα την ευκαιρία. Ειδικά τώρα, που μεγαλώνοντας με μαθαίνω και μαθαίνω τον κόσμο και τους ανθρώπους καλύτερα.
 Είμαι ευαίσθητη λένε. Υπερβολικά. Και συναισθηματική. Πολύ. Σου έμοιασα μάλλον σε αυτό. Θυμάμαι κάποιες μεγάλες συζητήσεις, τότε που άρχισα να μεγαλώνω. Με καταλάβαινες και σε καταλάβαινα. Με εμπιστευόσουν και εγώ με τη σειρά μου μπορούσα να σου πω τα πάντα. Σπάνια χρειαζόμασταν ερωτήσεις και οι απαντήσεις κάποιες φορές ήταν περιττές. ΄Οπως είναι κάθε συζήτηση με κάποιον που σε νιώθει. Ακόμη και στις υπερβολές μου όταν ήμουν μικρή. Όπως τότε που ήθελα εκείνο το αρκούδι ελεφαντάκι, μόνο και μόνο γιατί ήταν σε κλουβί, για να το βγάλω έξω. Το πήραμε και όντως το έβγαλα και κλείδωσα το κλουβί άδειο και το έκρυψα. Νομίζω πως κανείς άλλος δε θα καταλάβαινε πως δεν ήταν γιατί ήθελα καινούριο παιχνίδι. Είχα αρκετά ελεφαντάκια και αν όντως ήθελα άλλο υπήρχαν πολύ πιο όμορφα.
 Με έμαθες να αγαπώ το διάβασμα. Τα καλοκαιρινά βράδια διαβάζαμε μαζί στη βεράντα. Συνήθως κάτι τελείως διαφορετικό η καθεμιά μα πάντα διαβάζαμε. Υπήρχαν παντού βιβλία στο σπίτι. Θυμάμαι να μου διαβάζεις από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τα βράδια ήθελα ακόμη ένα παραμύθι. Τότε που δε μπορούσα να πω τη λέξη "Ρουμπελστινσκι". Αγανακτούσες μα μου διάβαζες κι άλλο.
 Το γούστο μας στη μουσική μοιάζει επίσης. Θυμάμαι τα αγαπημένα σου τραγούδια. Έχω ξεχάσει μόνο αν από τους Modern Talking σου άρεσε περισσότερο ο ξανθός ή ο μελαχρινός. Έχω βέβαια μια θεωρία, αλλά μπορώ να υπερασπιστώ εξίσου και τις δύο θέσεις.
 Στη ζωγραφική ήσουν καλύτερη από εμένα, αλλά πιστεύω ότι την αγάπησα βλέποντας όσα ζωγράφιζες. Όπως έμαθα από σένα να έχω διέξοδο στο να γράφω. Πολλές φορές μου διάβαζες όσα έγραφες και ήμουν η μόνη που τα γνώριζα, σαν ένα κοινό μυστικό. Δε μπόρεσα μόνο να τα φέρω εδώ. Είναι για μένα ακόμη πολύ δύσκολο, γιατί κάθε φορά που τα διαβάζω βουλιάζω. Θα καταλάβαινες τι εννοώ, το ξέρω.
 Θυμάμαι ακόμη τα αγαπημένα σου πράγματα. Το καφέ σημειωματάριο με το πράσινο ύφασμα με τις λευκές βούλες στο τελείωμα. Το αγαπημένο σου δαχτυλίδι που αν και υποστήριζα πως είχες άλλα πιο όμορφα δεν το άλλαζες με κανένα. Η αγαπημένη σου σειρά, ο "'Αγιος". Τόσες λεπτομέρειες που ανακαλώ τώρα μα τότε δεν είχα καν προσέξει τότε σαν κάτι σημαντικό.
 Διαφωνούσαμε για χαζά πράγματα. Σου άρεσαν τα απαλά χρώματα στα νύχια και απογοητευόσουν που τα έβαφα μαύρα. Ήσουν τακτική και εγώ σκόρπιζα το χάος στο πέρασμά μου. Δεν έτρωγα λαχανικά ενώ εσένα σου άρεσαν, μα μου έκανες το χατήρι να μην τα μαγειρεύεις συχνά.
 Με έμαθες να νοιάζομαι για όσους αγαπάω, πολλές φορές πιο πολύ και από όσο νοιάζομαι για μένα. Μου έδειξες πως τα συναισθήματα είναι για να τα ζεις όποιο και αν είναι το τίμημα. Μα πιο πολύ με δίδαξες να σκέφτομαι ελεύθερα. "Ελευθερία στις ψυχές μας" είχες ζωγραφίσει κάποτε. Δεν το έβλεπα τότε, μα ακόμη και αν πάντα ήσουν τόσο ήρεμη, ότι επαναστατικό έχω το πήρα από σένα. Είχες ανήσυχο πνεύμα μα γαλήνιο περιτύλιγμα. Μόνο το άγχος σου σε σταματούσε. Εκείνος ο απροσδιόριστος φόβος που ένιωθες τα πρωινά. Δεν καταλάβαινα τότε. Μακάρι να καταλάβαινα.
 Εκείνο το βράδυ, επτά χρόνια και πέντε μέρες πριν έδωσα μια υπόσχεση. Μέχρι τώρα την κρατώ. Δεν το έβαλα ποτέ κάτω όπως και να ήρθαν τα πράγματα και κατάφερα διάφορα. Στις σχέσεις μου, κάθε είδους έμαθα να δίνω και όχι να ζητάω. Έκανα φίλους, ερωτεύτηκα και μερικές φορές έφαγα τα μούτρα μου μα πάντα ήμουν ειλικρινής.  Ρίσκαρα και έμαθα να προσπαθώ ακόμη και όταν κάτι μοιάζει χαμένη υπόθεση. Ξέρω πως θα χαιρόσουν, ακόμη και αν δεν ξέρω πως με φανταζόσουν σε αυτή την ηλικία. Νομίζω όμως πως θα ήμουν η κόρη που θα ήθελες να έχεις.  Μέσα από τη ζωή σου μου έδειξες ποια πράγματα είναι σημαντικά και ποια όχι για να είναι κανείς ευτυχισμένος. Και εγώ υποσχέθηκα να τα κάνω. Είναι περίεργο, γιατί ακόμη και τις φορές κάτι πάει άσχημα, νιώθω πως ζω. 
 Ακόμη και αυτή τη στιγμή, που είμαι τόσο μπερδεμένη για πολλά θέματα, και άλλο τόσο σίγουρη για κάποια άλλα  που πιθανόν να αποδειχτούν λάθος χειρισμοί και επιλογές, ξέρω πως δε θα με έκρινες ούτε θα προσπαθούσες να μου αλλάξεις γνώμη. Άλλωστε, ποτέ δε θα με συμβούλευες να πορευθώ με βάση τη λογική και μόνο. Και είναι ενθαρρυντικό να ξέρεις πως κάποιος θα επικροτούσε τις επιλογές σου ακόμη και αν δεν είναι εδώ για να στο πει.

Συνθήκες

Συνθήκη.
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού. 
Η συνθήκη της Λοζάνης.
Οι συνθήκες διεξαγωγής του πειράματος.
Τα κατά συνθήκη ψεύδη. 
Ικανή και αναγκαία συνθήκη.
Μια ολόκληρη ζωή υπό συνθήκες. 
Μια θάλασσα από νόρμες και κύματα περιορισμών.
Η κομψή συνθήκη ισορροπίας στη μηχανική, σε αντιδιαστολή με τη συνθήκη ανισορροπίας της ζωής μας.
Χρόνια τώρα βαρέθηκα αυτό το παραμύθι. 
Τι θα κάνουμε, πότε και πως.
Τι θα πούμε, πότε και πως.
Ποιόν θα αγαπήσουμε και για τι θα αγωνιστούμε. 
Τι έχουμε και τι πραγματικά θέλουμε. 
Καταπιεσμένες σκέψεις, προσεγμένα λόγια και  διαλυμένα όνειρα.
Απωθημένα στοιβαγμένα κάτω από τα μαξιλάρια που σφίγγουμε τις νύχτες.
Τα ποτίζουμε και μεγαλώνουν στο σκοτάδι, τα αγκαλιάζουμε στα όνειρά μας και το πρωί,
δειλά από το φόβου το αποχωρισμού και πιο αποφασιστικά μετά,
τα σπρώχνουμε ξανά προσεχτικά κάτω από το μαξιλάρι για να μη φανούν.
Μην τα δει το φως, δεν ταιριάζουν σε όσα υπαγορεύουν οι συνθήκες που φτιάξαμε.
Μέχρι το επόμενο σκοτάδι.
Βαρέθηκα.
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία.
Κουράστηκα.
Μη δει τις πραγματικές σκέψεις μας η ανατολή και τις πετρώσει.
Μάθαμε πλέον να ζούμε στον κόσμο των ονείρων.
Εκεί οι συνθήκες ακόμη παραβιάζονται.
Και ίσως κάποια μέρα, δε φοβηθούμε τις πρώτες ακτίνες,
και μάθουμε των τρόπο για το πως σε αυτό τον κόσμο,
δε θα είμαστε υπό συνθήκη ευτυχισμένοι.







Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Τολμών

Αλγοριθμικά.
Με το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και ξανά το ίδιο.
Περνούσαν τα μέτρα και τα χιλιόμετρα.
Τα δέντρα έφευγαν από δίπλα του προχωρώντας πίσω.
Και ύστερα το ίδιο τα βουνά και οι χώρες.
Ήλιος και βροχή, χαλάζι και αέρας.
Νερό, άμμος πέτρα και σκόνη.
Προχωρούσε ευθεία χωρίς να κοιτά πίσω.
Φοβόταν μη γίνει άγαλμα όπως τόσοι και τόσοι.
Μη μείνει στο ίδιο μέρος δέσμιος του πάντοτε και του ποτέ.
Εκεί που οι αλυσίδες τρίζουν από τη συνήθεια και σκουριάζουν από την ανία.
Στο μέρος που οι νύχτες δεν έχουν πυροτεχνήματα και ξεθωριάζουν πεθαίνοντας το ξημέρωμα,
θυσία σε μια αυγή χωρίς κόκκινο.
Δεν ήξερε που πάει, μονάχα προχωρούσε.
Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια.
Τα μαλλιά του άσπρισαν και το πρόσωπό του άλλαξε.
Μόνο τα μάτια του έμειναν ίδια να θυμίζουν πως ήταν εκείνος που τόλμησε.
Κέρδισε, έχασε κανείς δεν έμαθε.
Μα ήταν εκείνος ο μόνος που τόλμησε.


Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Αρχή

Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω.
Την ώρα που το ρολόι χτυπούσε δώδεκα
ο κόσμος όλος γκρεμιζόταν συθέμελα.
Περπατούσα, ενώ πίσω μου βυθίζονταν γέφυρες
και κατέρρεαν ουρανοξύστες.

Καμπάνες χτυπούσαν για τελευταία φορά,
πριν βυθιστούν για πάντα στην άβυσσο.
Ένας κεραυνός έπεσε και χτύπησε το δέντρο
που με τα κλαδιά του σκέπαζε όλη την οικουμένη.
Τα σκοτεινά κλαδιά του λαμπάδιασαν σαν πυροτεχνήματα
στο κέντρο του ολοκληρωτικού χαλασμού.
Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω.
Μονάχα προχωρούσα.
Τα πόδια μου βυθίζονταν στο χώμα,
σαν η πόλη να θέλει να με καταπιεί
ώστε να μείνω παντοτινός δέσμιος της.
Το χορτάρι τυλιγόταν στα πόδια μου για να με ρίξει
μα εγώ πεισματικά προχωρούσα.
Ο κόσμος αυτός έπρεπε να σβήσει.
Τώρα.
Με θόρυβο και σκόνη, όπως γεννήθηκε.
Χωρίς αναβολές και ενδοιασμούς.
Μονάχα έτσι, ίσως αύριο ένα λουλούδι φυτρώσει στα χαλάσματα.
Τότε θα γυρίσω.
Θα χτίσω το Σύμπαν από την αρχή.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Αν...

Ημίφως. Χαμηλωμένα φώτα και μια ζάλη περίεργη.
Η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τα τόσα στριμωγμένα ερωτηματικά.
Τα κοιτώ από το κρεβάτι να φέρνουν βόλτες σα σκιές από πάνω μου, γύρω μου, μέσα μου.
Πόση ευτυχία χωρά σε πέντε λεπτά και πως η μοναξιά ζητά όλο το χρόνο του κόσμου.
Και όμως.
Θα μάζευα τις σιωπές, θα τις έκλεινα σε γυάλινα μπουκάλια και θα τις έδινα στα κύματα.
Κάθε νύχτα θα άναβα ένα ένα τα αστέρια μη χαθείς, και θα κοίμιζα τους δράκους με παραμύθια.
Θα περπατούσα μέσα στα όνειρα στις μύτες των ποδιών μου γιατί -όλοι το ξέρουν- τα όνειρα είναι εύθραυστα και εύκολα διαλύονται.
Θα έκαιγα κάθε αμφιβολία και θα χόρευα στη στάχτη της.
Θα άνοιγα δρόμους και θα έκανα τα βουνά στην άκρη για να μην υπάρχει χώρος να κρυφτεί ο φόβος.
Αν το ζητούσες θα έβαφα τον ασπρόμαυρο κόσμο με χρώματα που δεν υπήρξαν ποτέ και κανείς άλλος δε θα έβλεπε.
Αν...
Η πραγματικότητα όμως διαφέρει.
Ξεπερνά τη φαντασία με τη σκληρότητά της.
Οι μέρες διαδέχονται τις νύχτες και οι νύχτες τις μέρες.
Κύκλοι πάνω σε κύκλους, του συναντιούνται και χάνονται ξανά, γιατί χωρίς χέρια μπορούν μόνο να κυλούν και δεν αγκαλιάζονται ποτέ.
Ξανά και πάλι. Από την αρχή.
Και στα σκοτάδια της νύχτας απελευθερώνονται οι πιο ιερές και ανίερες σκέψεις.
Γιατί τη μέρα το φως του ήλιου είναι ψεύτικο και υποκριτικό και δε μπορούν να χαραμίσουν.
Τις κρατώ μια μία σε ένα συρτάρι και καμία φορά κάνω πως ξεχνάω που έχω το κλειδί.
Υποκρίνομαι πως τις αγνοώ.
Μα ο μεγαλύτερος φόβος μου, είναι μην κάποια μέρα τις χάσω.
Γιατί είναι ότι απέμενε ζωντανό, σε μια πραγματικότητα που ζητά να πουλήσεις την ψυχή σου.
Όμως οι ψυχές είναι για να χαρίζονται.
Δε ζήτησες τίποτα.
Ήθελα να δώσω τα πάντα.
Την άφησα κουβάρι, γυμνή στα πόδια σου με ευλάβεια και χάθηκα στη νύχτα.