Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Η πρώτη του Μάη

-Γιατί περιμέναμε να νυχτώσει;
Η γαλήνη της μαγιάτικης νύχτας -της πρώτης νύχτας του Μάη- σπάει με αυτές του τις λέξεις. Ο ουρανός είναι καθαρός και ένα φεγγάρι από ασήμι έχει πάρει τη θέση του ανάμεσα στα αμέτρητα άστρα. Το είδωλό του γλιστρά από τον ουρανό, καθρεπτίζεται στην αρυτίδωτη θάλασσα, βουτά ως τον πυθμένα της και βρίσκει εκεί ακόμη μια θέση, ανάμεσα σε μυστικά ανείπωτα και ιστορίες ξεχασμένες που λέγονται με λόγια ψιθυριστά.
 Δεν του απάντησε, μόνο χαμογέλασε. Τα βήματά της στην άμμο είναι μικρά και προσεκτικά. Τα γυμνά της πόδια αφήνουν μια σειρά από υγρά χνάρια που χάνονται στο βάθος πίσω τους. Κρατά ένα στεφάνι πλεγμένο με λουλούδια και φύλλα. Λεπτό και εύθραυστο, έτοιμο να σκορπίσει με ένα φύσημα του ανέμου. Σηκώνει το κεφάλι και κοιτά το φεγγάρι. Ύστερα κλείνει τα μάτια και στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται η ικανοποίηση.
-Άνθρωποι όπως εγώ βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι της νύχτας.
Την κοίταξε κάπως σαστισμένος. Δεν υπάρχει τίποτα το σκοτεινό πάνω της.
-Το φως της μέρας κάνει τα σχήματα και τις μορφές αγνές, καθαρές. Τα περιγράμματα και οι αντιθέσεις,  η διακριτότητα κάθε χρώματος μέσα στο φάσμα του. Οι εκφράσεις των προσώπων, οι κινήσεις τους όλα μοιάζουν ξεκάθαρα. Τόσο ξεκάθαρα, που ο καθένας μπορεί να τα αλλοιώσει, να τα μπερδέψει. Τη νύχτα όμως όλοι μένουμε γυμνοί, τυλιγμένοι από τους πιο σκοτεινούς φόβους και τις πιο βαθιές μας επιθυμίες. Είναι τυχεροί όσοι δε φοβούνται την νύχτα.
 Κάθισε στην άμμο και άρχισε να αφήσει τους κόκκους να περνούν μέσα από τα δάκτυλά της ξανά και ξανά. Κάθισα δίπλα της χωρίς να πει κάτι. Κοιτούσε μόνο τα δάκτυλα εκείνα, που όργωναν ξανά και ξανά με ηρεμία και επιμονή το ίδιο σημείο και φαντάστηκε ένα πράσινο μίσχο να ξεπροβάλλει δειλά, να αναπτύσσεται και να αρχίσει να ανεβαίνει και να ελίσσεται. Να ανθίζει σε εκατομμύρια μικροσκοπικά ανθάκια τυλιγμένα στο πιο λεπτό και μεθυστικό άρωμα της άνοιξης. Να ανεβαίνει τόσο, που να αρχίζει να αγκαλιάζει τα από βαμβάκι σύννεφα. Διορθώνει τη σκέψη του. "Δεν έχει σύννεφα απόψε, τα λεπτεπίλεπτα φύλλα θα ανέβουν στα άστρα και θα τα αφήσουν να κρεμαστούν από πάνω τους" Πώς δεν το έχει σκεφτεί νωρίτερα; Όλα εκείνα τα άστρα κρέμονταν με ασημένιες κλωστές από το αόρατο φυτό που γεννούσαν τα ακροδάκτυλά της.
 Η φωνή της τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
 - Η νύχτα...  Τη νύχτα όλοι είμαστε ίσοι. Δίπλα στον καθένα, μπορείς να δεις σαν άγγελο ή σα δαίμονα  ότι κουβαλά μέσα του. Να δεις να δακρύζει με ειλικρίνεια ό,τι θεωρούσες στο φως της ημέρας πιο ακέραιο. Ξέρεις, τίποτα δε μπορεί να κρυφτεί τη νύχτα. Φτιάξε ένα τέλειο πύργο στο φως της μέρας και ταμπουρώσου μέσα. Μάντεψε! Τη ΄νυχτα κάθε μικρή ρωγμή θα φωσφορίζει χλομά. Μέσα στις σκιές μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας. Το παιδί που θέλει να γελάσει με την καρδιά του, ο άνθρωπος που θέλει να ερωτευτεί, να δώσει και να μην κρατήσει τίποτα. Αν τη νύχτα είσαι καλά, αν δε σε τρομάζει η αυγή που έρχεται είσαι ευτυχισμένος.
Συνέχισε με το ίδιο πάθος που μιλούσε όλα αυτά τα λεπτά.
 -Το μοβ που ντύνεται ο ουρανός για να υποδεχτεί τη νύχτα, είναι το πιο ερωτικό χρώμα. Ακόμη και ο τρόπος που φτιάχνεται. Κόκκινο και μπλε. Θηλυκό και αρσενικό. Ζεστασιά και ψύχος. Το ένα μέσα στο άλλο, ανακατεμένα, κουβάρι. Είναι ένα κάλεσμα με τον τρόπο του. Ο έρωτας και η περίεργη φύση του. Τυχεροί όσοι μπορούν να ανατριχιάζουν τα ηλιοβασιλέματα και να νιώθουν τις νύχτες. Είτε μέσα στην ολοκλήρωση είτε στην απουσία της ο βασικός άξονας είναι να μπορείς να νιώσεις, να αισθανθείς. Πραγματικά δυστυχισμένος είναι ο συναισθηματικά αδρανής.
 Σηκώθηκε και έκανε έναν παιχνιδιάρικο κύκλο γύρω του τείνοντας του το χέρι της για να σηκωθεί ενώ συνέχισε να μιλά.
 -Τόσο όμορφο βράδυ και μίλησα για απουσία και μη ολοκλήρωση. Ξέρεις όμως, κάποιες φορές ακόμη και τα ημιτελή πράγματα έχουν μια αρχέγονη γοητεία. Δε μιλώ για τις νοσηρές καταστάσεις που χτίζονται με τόσα 'αν' που αν τα βάλεις στη σειρά θα κυκλώσουν το φεγγάρι. Μιλώ για όλες εκείνες τις μετέωρες κορυφώσεις που ακριβώς επειδή έμειναν μετέωρες είναι αμόλυντες από την συνήθεια και την ίδια την πραγματικότητα. Το ιδανικό είναι μόνο στα όνειρά μας, σε ότι αγγίξαμε μα δεν μπορούμε να πιάσουμε. Αυτή η γλυκόπικρη γεύση, που όμως όσο και αν κάποιες φορές είναι αφόρητη, καθορίζει πολλά πράγματα που δε θα ήμασταν ικανοί να γνωρίζουμε. Ούτε καν να φανταστούμε. 
 Δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε το τι του έλεγε, μα ένοιωθε πως όσο περνούσε η ώρα η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά. Στην πραγματικότητα δεν είχε συναίσθηση καν του τι γινόταν. Ήταν σα να πρωταγωνιστούσε ένα πολύ σημαντικό γεγονός που θα άλλαζε τον κόσμο του, μα δεν ήξερε ποιο ήταν αυτό. Την κοίταξε στα μάτια. Σα να το ήξερε από πάντα, ήταν μια μάγισσα. Με ένα ξόρκι θα μπορούσε να τον κάνει να την υμνεί για πάντα. Δεν τον ένοιαζε όμως αυτό. Το μόνο που τον τρόμαζε ήταν μην τον αναγκάσει σε κάποια εξορία μακριά της. Τη φαντάστηκε με ραβδί τυλιγμένη σε καπνούς να τον κοιτά απειλητικά και μέτρησε τις τελευταίες στιγμές πριν την υποταγή του.
 Η φωνή της τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
 - Ξέρεις, δε θα είμαι πάντα εδώ.
Το αίμα ξαφνικά σταμάτησε και η καρδιά του άρχισε να σφυροκοπά με τους χτύπους της το μυαλό του.
-Δε θα είμαι εδώ για πάντα. Δε θα είμαι εδώ καν για πολύ. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω το πόσο, ούτε το για πόσο. Μπορώ να μιλήσω για το παρελθόν. Τότε ήταν πολύ και για πολύ. Μη βιαστείς να πεις ότι σε τιμωρώ. Δε μπορώ να ορίσω τον εαυτό μου πλέον. Όταν είπα να έρθουμε εδώ, εδώ που άρχισαν όλα, αποφάσισα να γδύσω μπροστά σου την ψυχή μου. Μπορεί πλέον να μη σου φαίνεται ελκυστική, μα αυτή είναι. Και δε θα σου πω τι θα γίνει απόψε. Θα σε απογοητεύσω σε αυτό. Δες ψηλά. Μαγεία. Μπορούν να συμβούν τα πάντα απόψε. Πάντα έτσι θα είναι. Πάντα όλα θα είναι δυνατά, τα αδύνατα είναι για τους ρεαλιστές τους βολεμένους σε μια άχρωμη πραγματικότητα. Δεν θα σου ζητήσω να έρθεις καν μαζί τώρα που θα φύγω. Ούτε τώρα ούτε καμία άλλη φορά. Ούτε θα σου κλείσω το δρόμο πίσω σου. Στην πραγματικότητα δεν έχω πια κάτι να σου προσφέρω. Έχω μόνο να σου ζητήσω κάτι, για αν οι δρόμοι μας πότε γίνουν ευθείες παράλληλες και χαθούμε. Να χαμογελάς.
Δεν της απάντησε. Απλά έσφιξε το χέρι της που ακόμη κρατούσε.