Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Κομμάτια

Ολόκληρο σαν όνειρο.
Σαν το φεγγάρι που κρύβεται απόψε άρρωστο πίσω από τα κουρελιασμένα -σαν τις σκέψεις μου- σύννεφα.
Να βουλιάζει και να χάνεται σε μια θάλασσα από ασήμι και καπνό.
Να ξαναβγαίνει για λίγο και να χάνεται και πάλι, πεισματικά αρνούμενο να αφήσει τον αέναο κύκλο του.
Χωρίς να ξέρω τη διαδρομή, ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης, όχι για να ξεφύγω
μα για να μπω βαθύτερα στην αίθουσα του θρόνου, στα άδυτα των συνειρμών.
Αναζητώντας την ιέρεια του δικού μου Ναού που χρόνια τώρα μουρμουρίζει στα τυφλά χρησμούς ακατάληπτους,
σκοντάφτω σε κάθε λογής απομεινάρια ενός ανελέητου ξεδιαλέγματος.
Ενθύμια μιας προηγούμενης διάστασης, άτακτα γκρεμισμένης και θαμμένης σε αιώνες σκόνης.
Κορνιαχτός που έκατσε στα ρούχα, το πρόσωπο και τα μαλλιά μου, πέτρωσε και δημιούργησε μια Άλλη.
Κάθε βήμα στο σκοτάδι λίγα εκατοστά ακόμη πιο κοντά στο χάος.
Κάθε βήμα, ακόμη μια προσπάθεια να βρω την τάξη.
Ψάχνω εδώ μέσα στους λαβύρινθους που η ίδια παράλληλα χτίζω, τα κομμάτια μου.
Ξέχασα να φτιάξω ένα χάρτη και να τα σημαδέψω.
Έτσι και αλλιώς πάει καιρός που έχασα το μέτρημα και οι αριθμοί μοιάζουν χίμαιρες πεινασμένες.
Κομμάτια που γυαλίζουν εύθραυστα και φοβισμένα ανάμεσα στη στάχτη από τη φωτιά της προσμονής, που δεν σβήνει μα πάντα σιγοκαίει.
Ανάμεσα σε πέτρες και χώματα, συντρίμμια των μεγάλων πόθων.
Εκεί που οι δυνάμεις της φύσης συναντιούνται και μάχονται προσπαθώντας να αγκαλιαστούν, σε ένα σφικτό κουβάρι που πονά και τρέμει.
Χωμένα βαθιά στις ρωγμές που άφησαν τα ανεκπλήρωτα όνειρα, κουλουριασμένα στη σκιά της μνήμης.
Μιας μνήμης Σκύλλας, που πάντα ξυπνά τις νύχτες και έρχεται στον ύπνο, θυμίζοντας τις λέξεις που κάθε πρωί τρίβω με ευλάβεια από το μαυροπίνακα.
Χαράζοντάς τες πιο βαθιά και καθαρά, αφήνοντας σημάδια που είναι ορατά και διάφανα συνάμα.
Σημάδια που γίνονται κηλίδες, μεγαλώνουν και πνίγουν τα πάντα.
Σα λαίμαργες σταγόνες που κρύβουν το οπτικό πεδίο, καθώς η ακτίνα τους μεγαλώνει.
Κρύβουν τον κόσμο, κρύβουν το φως, τα πάντα.
Μένουν για λίγο μετέωρες ανάμεσα σε ύπαρξη και ανυπαρξία και μετά πέφτουν για να συναντήσουν το τέλος τους σπάζοντας στο κρύο δάπεδο.
Μετουσιώνονται σε νέα κομμάτια, πιο μικρά και πιο δύσκολο να βρεθούν.
Γιατί ο κόσμος είναι μεγάλος, ο λαβύρινθος σκοτεινός και η ιέρεια του Ναού μου, χρόνια τώρα τυφλή, ψάχνει με τα χέρια της στους κρύους τοίχους για ένα δρόμο.
Εκκληπαρώντας ξανά για το φως, ξέχασε χρόνια τώρα χρησμούς και προφητείες. 
Και συνεχίζω να χτίζω και να γκρεμίζω τοίχους.
Να ψάχνω τα κομμάτια μου μέσα στη σκόνη και τις ρωγμές.
Με ένα διαρκή φόβο πως θα γίνουν περισσότερα ενώ το μέγεθός τους θα μειώνεται ξέφρενα.
Με τον φόβο, που σκόνη και αυτά κάποια μέρα, δε θα μπορούν να σχηματίσουν κάτι ολόκληρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου