Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Εκείνοι που φεύγουν

Μεγαλώνουμε.
Είναι που κουράστηκα να βλέπω ανθρώπους να φεύγουν.
Οριστικά και αμετάκλητα.
Χωρίς να ξέρεις πότε είναι τα τελευταία λεπτά.
Χωρίς να μπορέσεις να πεις διάφορες αλήθειες.
Ένα ευχαριστώ. Ένα φιλί. ένα γαμώτο.
Χάνοντας μια ζωή που έζησαν και δεν έζησαν.
Ακροβατώντας ανάμεσα σε επιθυμίες και φόβους.
Η ζωή τους ένα τεντωμένο σχοινί που από κάτω του χάσκει ένα κουρελιασμένο δίχτυ.
Προσποιητή ασφάλεια σε μια ανασφαλή ζωή.
Φοβάμαι τους ανθρώπους εκείνους που φεύγουν όπως έζησαν.
Ήσυχα.
Κάποια νύχτα ήρεμη που ο απλός κόσμος κοιμάται.
Φορτωμένοι μια φωτιές και ανησυχίες ενός πνεύματος τεχνηέντως ναρκωμένου.
Γιατί το εδώ ήταν μικρό και ανώριμο για να τους δεχτεί.
Επαναστάσεις ασφυκτιούσαν πάνω σε μαξιλάρια.
Εξεγέρσεις εντός των τειχών που πνίγονταν ως το ξημέρωμα.
Την ίδια ώρα που εγώ κάθε βράδυ μπαίνω μέσα στα δικά μου όνειρα.
Για να ξεφύγω από έναν κόσμο που δε μπορώ να αντέξω.
Βυθισμένη σε έναν ύπνο που μπορούν να συμβούν τα πάντα.
Μεγαλώνω.
Τρέφοντας μια φαντασία που κάποια μέρα δε θα μπορώ να στηρίξω.



Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Πληγωμένη άνοιξη

Διασχίζω το χωράφι με τα κατάλευκα άνθη.
Φορώ το ίδιο φόρεμα με εκείνη τη νύχτα που έθαψα τα όνειρά μου στην άμμο.
Στο πέρασμά μου τα λουλούδια γίνονται κόκκινα.
Μη φοβάσαι. Δε θα πεθάνω.
Είμαι πια ανάμνηση και οι αναμνήσεις δεν πεθαίνουν.
Μόνο αιμοραγούν και πονάνε.
Η θάλασσα εκεί που τελειώνουν αυτά που μπορώ να δω έχει το ίδιο χρώμα με εκείνο το πρωινό.
Ένα χρώμα που έκανα μέρες να τολμήσω να αντικρίσω κατάματα, αλλά έβγαλε ρίζες στα μάτια μου και δε μπορώ να ξεχάσω.
Μα τη θάλασσα μου την κλέψανε και δεν έχω κάτι δικό μου.
Περίμενα την άνοιξη μέσα στο γκρίζο του χειμώνα.
Τι ειρωνεία!
Αυτή τη νύχτα που είναι εδώ χιονίζει ακόμη και στην κόλαση.
Χάνοντας τον δρόμο μου μέσα στις νιφάδες,
έμαθα να μη σε περιμένω και να μην περιμένω. 
Κάπως έτσι η άνοιξη, πληγωμένη θανάσιμα έχασε το νόημα της.
Εξατμίστηκε με έναν αναστεναγμό κάτω από τις πρώτες ηλιαχτίδες.
Καρτερώντας μέσα στο τόσο σκοτάδι τόσο καιρό,
εκείνη την πρώτη στιγμή φοβήθηκε το άγγιγμά τους
και ξεψύχησε τρέμοντας ανάμεσα στα θερμά τους δάκτυλα.
Και το φόρεμά μου -στολισμένο ακόμη με κόκκους άμμου-
σέρνεται ανάμεσα στα αιματοβαμμένα πέταλα,
καθώς προχωράω για να φύγω από το φάντασμα που με στοιχειώνει.
Γιατί η άνοιξη είναι ένα διάφανο είδωλο και η θάλασσα δεν είναι τώρα δική μου.
Προχωράω χωρίς σχέδιο και χάρτη.
Κόντρα στον άνεμο και τα θέλω που μου ουρλιάζουν να μείνω.
Ήσυχα και αθόρυβα χωρίς κατάρτια και μεγάλα πανιά.
Χωρίς πυξίδα, αφού ο προορισμός είναι απαγορευμένος.
Χωρίς φωνές, κλάματα και παρακάλια, για να μη χαλάσω τα όνειρά σου και σε τρομάξω.
Μόνο όταν φτάσω πολύ μακριά
και ο κόσμος μπορεί να χωρέσει σε ένα τρεμόπαιγμα τον ματιών μου,
θα ψιθυρίσω στον άνεμο όλα όσα θυμάμαι.
Για να ανακατέψει τις λέξεις μου στα μαλλιά σου ένα πρωί
και να με δεις -για μια μόνο στιγμή- όπως ποτέ δε με είδες.
Όπως ποτέ δε σε άφησα να με δεις.
Μη φοβηθείς και μη με αναζητήσεις.
Θα έχω χαθεί στο πιο γλυκό μου όνειρο, εκεί που πάντα είναι άνοιξη.
Θα είμαι ανάμνηση και οι αναμνήσεις δεν πεθαίνουν.
Θα ζωντανεύω με κάθε σου χαμόγελο.
Αυτή θέλω να είναι η μόνη μου εκδίκηση.