Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Αν...

Ημίφως. Χαμηλωμένα φώτα και μια ζάλη περίεργη.
Η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τα τόσα στριμωγμένα ερωτηματικά.
Τα κοιτώ από το κρεβάτι να φέρνουν βόλτες σα σκιές από πάνω μου, γύρω μου, μέσα μου.
Πόση ευτυχία χωρά σε πέντε λεπτά και πως η μοναξιά ζητά όλο το χρόνο του κόσμου.
Και όμως.
Θα μάζευα τις σιωπές, θα τις έκλεινα σε γυάλινα μπουκάλια και θα τις έδινα στα κύματα.
Κάθε νύχτα θα άναβα ένα ένα τα αστέρια μη χαθείς, και θα κοίμιζα τους δράκους με παραμύθια.
Θα περπατούσα μέσα στα όνειρα στις μύτες των ποδιών μου γιατί -όλοι το ξέρουν- τα όνειρα είναι εύθραυστα και εύκολα διαλύονται.
Θα έκαιγα κάθε αμφιβολία και θα χόρευα στη στάχτη της.
Θα άνοιγα δρόμους και θα έκανα τα βουνά στην άκρη για να μην υπάρχει χώρος να κρυφτεί ο φόβος.
Αν το ζητούσες θα έβαφα τον ασπρόμαυρο κόσμο με χρώματα που δεν υπήρξαν ποτέ και κανείς άλλος δε θα έβλεπε.
Αν...
Η πραγματικότητα όμως διαφέρει.
Ξεπερνά τη φαντασία με τη σκληρότητά της.
Οι μέρες διαδέχονται τις νύχτες και οι νύχτες τις μέρες.
Κύκλοι πάνω σε κύκλους, του συναντιούνται και χάνονται ξανά, γιατί χωρίς χέρια μπορούν μόνο να κυλούν και δεν αγκαλιάζονται ποτέ.
Ξανά και πάλι. Από την αρχή.
Και στα σκοτάδια της νύχτας απελευθερώνονται οι πιο ιερές και ανίερες σκέψεις.
Γιατί τη μέρα το φως του ήλιου είναι ψεύτικο και υποκριτικό και δε μπορούν να χαραμίσουν.
Τις κρατώ μια μία σε ένα συρτάρι και καμία φορά κάνω πως ξεχνάω που έχω το κλειδί.
Υποκρίνομαι πως τις αγνοώ.
Μα ο μεγαλύτερος φόβος μου, είναι μην κάποια μέρα τις χάσω.
Γιατί είναι ότι απέμενε ζωντανό, σε μια πραγματικότητα που ζητά να πουλήσεις την ψυχή σου.
Όμως οι ψυχές είναι για να χαρίζονται.
Δε ζήτησες τίποτα.
Ήθελα να δώσω τα πάντα.
Την άφησα κουβάρι, γυμνή στα πόδια σου με ευλάβεια και χάθηκα στη νύχτα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου